- ριζόμορφος
- -η, -ο, Ν(ιδίως για υπόγειους βλαστούς ή για διαμορφώσεις μερικών υφών τού μυκηλίου) ριζοειδής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizomorph (< ρίζα + -μορφος < μορφή). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.